- κνημη
- κνήμηἡ берцо, голень Hom., Her. etc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνήμη — part between knee and ankle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμῃ — κνήμη part between knee and ankle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κνήμη — η 1.το μέρος του σκέλους μεταξύ του γόνατου και των σφυρών, γάμπα. 2. το μπροστινό και παχύτερο από τα δύο οστά της κνήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνήμηι — κνήμῃ , κνήμη part between knee and ankle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνημέων — κνήμη part between knee and ankle fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνημῶν — κνήμη part between knee and ankle fem gen pl κνημός projecting limb masc gen pl κνημόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) κνημόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κνημόω pres part act masc nom sg κνημόω pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνῆμαι — κνήμη part between knee and ankle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμαις — κνήμη part between knee and ankle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμαισιν — κνήμη part between knee and ankle fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήμην — κνήμη part between knee and ankle fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)